Το πρώτο δικό μου σπίτι ήταν ένα διαμέρισμα που νοίκιασα στον έκτο όροφο μιας οχταώροφης πολυκατοικίας στην Πάτρα. Αυτήν και τη δίδυμη αδελφή της είχαν φτιάξει σε σκοτεινές εποχές κάποιοι προνομιούχοι για τους εαυτούς τους, με προδιαγραφές που δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιος εκείνη την εποχή. Κατέληξαν μετά από χρόνια, δεν ξέρω πώς, εργατικές πολυκατοικίες. Ο σπιτονοικοκύρης είχε άλλο σπίτι, όπου και έμενε, αν και δικαιούχος παροχής από το κράτος του πολυπόθητου κεραμιδιού. Από πολύ παλιά, η ίδια ιστορία
Αφού μπορώ να πάρω περισσότερα, γιατί να μην τα πάρω, πες μου γιατί; Να σπουδάσω τα παιδιά μου, να έχω καλά γεράματα…
Σαν τους δίδυμους πύργους ξεχώριζαν από χιλιόμετρα μακριά, πάνω από το σύνολο των σπιτιών, που τότε ήταν το πολύ διώροφα, τριώροφα. Ακόμα και σήμερα, κάνουν εντύπωση. Ήταν τότε γύρω στο 1988. Μπορούσες να δεις όπως μπορεί κανείς να φανταστεί, όλη την Πάτρα, τον Πατραϊκό κόλπο, βουνά της Πελοποννήσου, της Αιτωλοακαρνανίας, απίστευτη θέα. Το πρώτο μου θεωρείο, σκέφτηκα.
Τι θα πει θεωρείο δεν ήξερα τότε, αλλά και σήμερα αληθινά δεν γνωρίζω αφού δεν έχω πάει σε κανένα πραγματικό. Όμως, νομίζω πως θα πει βλέπω θέα. Έβλεπες τους ανθρώπους από ψηλά, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, την κίνηση σε δρόμους και πλατείες. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι είναι τα θεωρεία:
Τα Βλέπω Όλα!
Τότε, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος μ’ αυτό, ούτε ότι το εκμεταλλεύτηκα. Νέος, τότε, μόλις καλά-καλά, έβγαινα με λαχτάρα στη ζωή, να καταφέρω να κατακτήσω κάποια όνειρα. Ντροπαλός, χωρίς αρκετή αυτοπεποίθηση, δύσκολος στην παρέα, καθόμουν μόνος μου συνεχώς στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Είχα όμως ένα «μικρόβιο». Ένα, που σου δίνει αλλά και σου παίρνει πολλά από τη ψυχή σου.
Ήθελα να καταλάβω την ψυχή του ανθρώπου, πώς δουλεύει, πώς αντιδρά, πως αλλάζει. Παρατηρούσα τους ανθρώπους. Ήμουν παρατηρητής ανθρώπων, αν είναι δόκιμος ένας τέτοιος όρος.
Στην καφετέρια, πέρα από το νυφοπάζαρο, κάρφωνα το βλέμμα μου στις ψυχές των περίγυρων, όχι με κατάκριση, αλλά προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω από τις παραμικρές κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους στις κουβέντες, στον παλμό της ημέρας, τον κώδικα της ψυχής. Και φυσικά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι, ούτε και θα ’πρεπε. Αυτό έκανε όλη αυτή την επιχείρηση φοβερά πολύπλοκη, φοβερά συναρπαστική. Ούτε να σε καταλάβουν επιτρεπόταν, ούτε να χαθείς κι από την βαβούρα της παρέας σου. Και σήμερα τα ίδια θα ισχύουν, φαντάζομαι. Αυτό το παιχνίδι, αυτή η θάλασσα ζωής, ωκεανός άφταστος στο μάτι, ένιωθα να με ανεβάζει πολύ ψηλά. Σε ένα άλλο Θεωρείο, αποκλειστικά δικό μου, έβλεπα πραγματικότητες που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Πίστευα πως ήμουν ο μόνος «τρελός» που έκανε κάτι τέτοιο.
Αντί να ασχολείσαι πώς να ρίξεις καμιά γκομενίτσα, να την βγάλεις βόλτα, να σε δούνε πως είσαι «άντρας», να είσαι ένας «χαμένος στον κόσμο του».
Συνεπαρμένος μέσα σ’ αυτόν τον κλύδωνα έκανα και λάθη. Λάθος εκτιμήσεις, λάθος αποφάσεις, λάθος λέξεις, λάθος σκέψεις. Τόσο όμως, αυτή η δίψα για τους ανθρώπους με είχε κυριολεκτικά αλώσει, που ποτέ πραγματικά δεν σταμάτησα να αναζητώ ακόμα μία πτυχή της ψυχής, της διαφορετικότητας, της ομοιότητας, της κοινωνίας, της μοναξιάς, του ύψους και του βάθους. Έμαθα πολλά όλα αυτά τα χρόνια. Έμαθα ακόμα και ότι δεν σε ωφελεί πάντοτε να ξέρεις πολλά. Δεν επικράτησε τυχαία η φράση:
Τον έφαγαν γιατί ήξερε πολλά.
Μετά από αρκετά χρόνια, σήμερα έχω φτάσει να είμαι πλούσιος και φτωχός συγχρόνως, ψηλά και χαμηλά συγχρόνως, στο τέλος και στην αρχή την ίδια στιγμή, προσπαθώντας να ισορροπήσω σε ένα τεντωμένο σκοινί στις άκρες ενός ψηλού φαραγγιού, πιο ψηλού κι από οχταώροφη πολυκατοικία. Στο σκοινί της δικής μου ψυχής κι έχοντας ανακαλύψει πολλούς από τους κώδικες που λειτουργεί και υπάρχει, διαπίστωσα ότι δεν φτάνει μόνο η γνώση. Χρειάζεται και κάτι άλλο για να κάνει τη γνώση να σε ωφελήσει. Το ταξίδι δεν τελείωσε ακόμη.
Τώρα γυρνώντας από εκεί που ξεκίνησα, ανεβαίνω σε ένα νέο Θεωρείο με τη βούληση να παντρέψω τους κώδικες, να σταυρώσω τους μύθους, να μετρήσω το άπειρο, να λυτρωθώ.
Καλό ταξίδι!